Μπαμπά, γερνάω…

Μουντιάλ

«Μα δεν θα κάτσεις να δούμε τον δεύτερο ημιτελικό;»

Ήταν 13 Ιουλίου 1994 όταν η πίστη μου στην ιερότητα του Μουντιάλ κλονίστηκε ανεπανόρθωτα. Ο πατέρας μου, ο άνθρωπος που μου είχε μεταδώσει αυτήν την πίστη το 1986, όταν ήμουν εννέα ετών, δεν θα καθόταν ξύπνιος μέχρι τις 2:30 το πρωί, για να παρακολουθήσει τον ημιτελικό Βραζιλία-Σουηδία!

Η δικαιολογία ότι δούλευε νωρίς την επομένη και χρειαζόταν ύπνο δεν μου είχε φανεί επαρκής. Το είχε ξανακάνει σε εκείνη τη διοργάνωση, με τις βάρβαρες για την Ελλάδα ώρες έναρξης, όμως τον είχα δικαιολογήσει επειδή οι αγώνες δεν ήταν τόσο σημαντικοί. Δεν μπορούσα να χωνέψω όχι τόσο την «προδοσία», ότι δηλαδή μας άφηνε εμένα και τον αδελφό μου να παρακολουθήσουμε μόνοι μας το ματς. Αλλά πώς ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν, που αγαπούσε το ποδόσφαιρο, δεν ένιωθε αναγκαίο να παρακολουθήσει έναν ημιτελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Το μυαλό μου γύρισε αυτόματα πίσω στο 1986. Τότε που ο 9χρονος εαυτός μου δεν είχε τις δυνάμεις να κάθεται ξύπνιος μέχρι τη 1:30 τη νύχτα, όταν άρχιζε το τελευταίο ματς που μετέδιδε καθημερινά η ΕΡΤ από το Μεξικό. Ξυπνούσα και περίμενα απ’ τον μπαμπά μου να με ενημερώσει για τα αποτελέσματα, αν ήταν ωραία τα γκολ, ποιοι ποδοσφαιριστές απ’ αυτούς που μάζευα στα χαρτάκια είχαν ξεχωρίσει. Μέχρι που έβαλα σκοπό να κρατηθώ κάποια μέρα ξύπνιος μέχρι τόσο αργά, για πρώτη φορά στη σύντομη ζωή μου, μια και ένιωθα ότι οι νυχτερινοί αγώνες ήταν πιο μαγικοί από εκείνους που διεξάγονταν νωρίτερα και παρακολουθούσα με λαιμαργία. Τα κατάφερα εντέλει κι έχω να λέω ότι έζησα τη μεγαλύτερη έκπληξη εκείνου του Παγκοσμίου Κυπέλλου: τον θρίαμβο της Ισπανίας επί της Δανίας με 5-1 (ναι, μικρά μου, εκπληξάρα ήταν), με τα τέσσερα γκολ του Μπουτραγκένιο.

Κι αν το 1986 είχε χρειαστεί να περάσουν να περάσουν αρκετές ημέρες μέχρι ο μπαμπάς να μου δώσει να καταλάβω τη σημασία που έχει ένα Μουντιάλ, το 1990 ήμουν πλέον «ψημένος» φίλαθλος. Με μπόλικες παραστάσεις από τα ελληνικά γήπεδα (το γήπεδο του Πανιωνίου βασικά) και αρκετές βασικές γνώσεις από τα ξένα πρωταθλήματα. Αδημονούσα για τη σέντρα, οι ώρες ήταν πιο φυσιολογικές κι ο μπαμπάς ήταν πάντοτε εκεί, μαζί με μένα και τον αδελφό μου. Όχι τόσο πια για να μας εξηγεί πράγματα που δεν γνωρίζαμε ή δεν καταλαβαίναμε. Αλλά επειδή – το ένιωθα από τότε – απολάμβανε κι ο ίδιος την ιεροτελεστία. Να παρακολουθεί το κορυφαίο ποδοσφαιρικό γεγονός, παρέα με τους δυο γιους του.

Αυτήν την ιεροτελεστία είχα προσπαθήσει να διατηρήσω αναλλοίωτη και το 1994. Αν και το Μουντιάλ των ΗΠΑ είχε συμπέσει με τα μαθήματά μου στο φροντιστήριο για την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις, είχα κάνει ό,τι ήταν δυνατόν για να μη χάσω καμία ζωντανή μετάδοση. Με περίσσιο θράσος είχα πείσει τον διευθυντή να αλλάξει την ώρα ενός μαθήματος Αρχαίων Ελληνικών που συνέπιπτε με τον πρώτο αγώνα της Εθνικής μας κόντρα στην Αργεντινή. Στενοχωρήθηκα, βέβαια, που για αντάλλαγμα έχασα λίγες μέρες αργοτερα το Μεξικό-Έιρε 2-1, όμως είχαμε αγοράσει πλέον βίντεο και είχα τη δυνατότητα να το δω και αυτό.

Όταν έχεις κάνει τέτοιες ακρότητες για να μη χάσεις λεπτό από τη μαγεία του Μουντιάλ, πώς να μην εκπλαγείς όταν ακούς τον πατέρα σου να λέει με φυσικότητα ότι δεν είχε κουράγιο να κάτσει να δει τον δεύτερο ημιτελικό;

Το Pamestoixima.gr δίνει αξία στο παιχνίδι σου!

Δεν μπόρεσα να εξηγήσω την τότε στάση του ούτε το 1998. Έχοντας ήδη μπει στον χώρο της αθλητικής δημοσιογραφίας, θεωρούσα ότι η «επαγγελματική» ενασχόληση με την κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση θα μου πρόσφερε ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση. Γρήγορα η προσδοκία αυτή διαψεύστηκε. Και το αποκορύφωμα ήρθε μία από τις πρώτες ημέρες, όταν η υποχρέωση να καλύψω τη συνεδρίαση ενός Δ.Σ. της ΕΠΟ για την «Αθλητική Ηχώ», μού κόστισε τον αγώνα Αγγλία-Τυνησία 2-0.

Άλλες φορές ήταν αδύνατο να μείνω στην εφημερίδα μέχρι αργά και ώσπου να γυρίσω σπίτι με το λεωφορείο, είχα χάσει το μισό ματς. Δεν είδα π.χ. ζωντανά τα δύο πρώτα γκολ της Γαλλίας στο 4-0 επί της Σαουδικής Αραβίας, αλλά τουλάχιστον πρόλαβα την καφρίλα του Ζιντάν που προκάλεσε την αποβολή του. Και βέβαια δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσες φορές βλαστήμησα το βράδυ της 30ής Ιουνίου, όταν λόγω του πανηγυριού των Αγίων Αναργύρων το ταξί που θα με πήγαινε σπίτι, κόλλησε σε ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα, που μου στέρησε τα τρία από τα τέσσερα πρώτα γκολ του Αγγλία-Αργεντινή 2-2. Ανάμεσά τους και το μαγικό του Όουεν για το 2-1.

Οι περιστασιακές «απώλειες» συνεχίστηκαν και το 2002 (αν και κατά τι λιγότερες, μια και οι «ανάποδες» ώρες με είχαν βολέψει) και το 2006. Όσο μεγάλωνα, όμως, άρχιζα να νιώθω όλο και περισσότερο όπως ο πατέρας μου, εκείνα τα βράδια του 1994. Μάλιστα μέχρι και το 2006, που αποδείχθηκε το τελευταίο Μουντιάλ που ζήσαμε μαζί, οι υποχρεώσεις μου είχαν αντιστρέψει τους ρόλους. Εγώ ήμουν εκείνος που «πρόδιδε» τον μπαμπά, αφήνοντάς τον να παρακολουθεί πολλούς αγώνες μόνος στο σπίτι…

Δεν ξέρω αν υποσυνείδητα έχει φταίξει η απουσία του και για το γεγονός ότι δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από τις τρεις τελευταίες διοργανώσεις. Το 2010 είχα ενεργό ρόλο σε ωριαία πρωινή εκπομπή στον Σπορ FM (παρέα με τον Κώστα Παπαγεωργίου και τον Μιχάλη Λεάνη), αλλά οι δυνατές στιγμές που έχω να ανακαλέσω είναι λίγες. Ακόμα λιγότερα πράγματα έχει συγκρατήσει η μνήμη μου από το 2014. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι θυμάμαι πως με είχε πάρει ο ύπνος κατά τη διάρκεια κάποιων αγώνων που μεταδίδονταν μεταμεσονύκτια, αλλά δεν μπορώ να ανακαλέσω με βεβαιότητα ποιοι ήταν αυτοί.

Ακόμα χειρότερα έγιναν τα πράγματα το 2018. Είναι ζήτημα αν μπορώ να θυμηθώ τα μισά αποτελέσματα. Θυμάμαι, φυσικά, ότι το τρόπαιο κατέκτησε η Γαλλία, αν και από το δίωρο του τελικού μου έχει μείνει πιο έντονη η ανάμνηση των τηλεφωνημάτων που έκανα για να κλείσω δωμάτιο για τις διακοπές μας στη Λέρο, παρά το πώς μπήκαν τα έξι γκολ (τόσα δεν ήταν;).

Σίγουρα φταίει και το γεγονός ότι το Μουντιάλ έχει υποσκελιστεί σε αξία από το Τσάμπιονς Λιγκ. Δεν είναι όπως το 1986 ή το 1990, όταν καλά-καλά δεν βλέπαμε ζωντανούς αγώνες ούτε από το ελληνικό πρωτάθλημα, και περιμέναμε πώς και πώς το Μουντιάλ (και δευτερευόντως το Euro) για να απολαύσουμε ποδόσφαιρο υψηλού επιπέδου. Καθημερινά πλέον έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθούμε σε βαθμό… μπουχτίσματος, ό,τι συμβαίνει στα κορυφαία πρωταθλήματα του κόσμου.

Θυμάμαι ότι μία ημέρα πριν αρχίσει η διοργάνωση του 2010, είχα γράψει σε ένα αντίστοιχο βιωματικό άρθρο ότι για τριάντα ημέρες είχαμε την ευκαιρία να γίνουμε και πάλι παιδιά. Σήμερα, βλέπω τα πράγματα εντελώς διαφορετικά. Για εμάς τους σαραντάρηδες (και βάλε), κάθε Παγκόσμιο Κύπελλο που έρχεται, δεν είναι πια γιορτή, αλλά μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε με θλίψη ότι αρχίζουμε να γερνάμε. Και ότι δεν θα ξαναγίνουμε ποτέ τα παιδιά που ήμασταν κάποτε.

Ο πατέρας μου ήταν 49 ετών όταν με «πρόδωσε» τη νύχτα του δεύτερου ημιτελικού του 1994. Σήμερα, όντας τέσσερα χρόνια μικρότερος απ’ ό,τι εκείνος τότε, περιμένω με παγερή αδιαφορία το Μουντιάλ του Κατάρ – και όχι μόνο για τους «γνωστούς» λόγους. Απλώς, έχω φτάσει στο σημείο να βλέπω το ποδόσφαιρο περισσότερο ως δουλειά, παρά ως απόλαυση. Ο μύθος του έχει ξεφτίσει και η ζωή έχει αποκτήσει άλλες προτεραιότητες, που με κάνουν να κατανοώ τον λόγο που ο πατέρας μου είχε πάει για ύπνο τότε. Αλλά και να του δίνω δίκιο.

Δεν είναι, λοιπόν, μόνο οι εποχές που έχουν αλλάξει. Πιο πολύ έχουμε αλλάξει εμείς.