Αργεντινή – Περού 1978: Ο πιο στημένος αγώνας Μουντιάλ όλων των εποχών

Αργεντινή - Περού

Αργεντινή - Περού: «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η εθνική ομάδα χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς σκοπούς…»

Ο όρος «στημένο» χρησιμοποιείται πολύ συχνά στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Σε οποιαδήποτε μεγάλη έκπληξη τα μισά σχόλια τουλάχστον κατηγορούν τις δύο ομάδες για στήσιμο. Ίσως φταίει πως το έχουμε και στο DNA μας το… πείραγμα των αγώνων έναντι χρηματικού αντίτιμου, όμως υπάρχουν φορές που αυτή η ξεροκεφαλιά ανταποκρίνεται πλήρως στη πραγματικότητα.

Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και στο κορυφαίο επίπεδο του ποδοσφαίρου, σε αγώνες τους οποίους παρακολουθεί ολόκληρος ο ποδοσφαιρικός πλανήτης, εκεί όπου το «μαγείρεμα» είναι ολοφάνερο αλλά κανείς δεν φαίνεται να το σταματά. Μία τέτοια περίπτωση είναι και αυτή του αγώνα του 1978 στο Ροσάριο, εκεί όπου στο «Γιγάντε Ντε Αρογίτο», η οικοδέσποινα «Αλμπισελέστε» αντιμετώπισε το άσημο Περού.

Το φορμάτ του Μουντιάλ τότε ήταν πολύ διαφορετικό. Οι ομάδες ήταν 16 και όχι 32, οι όμιλοι τέσσερεις και όχι δύο, ενώ δεν υπήρχαν νοκ – άουτ αγώνες αλλά ακόμα δύο όμιλοι. Από τους πρώτους τέσσερεις ομίλους, οι πρώτες δύο ομάδες έπαιρναν τη πρόκριση για τη δεύτερη φάση. Εκεί μοιραζόντουσαν σε δύο καινούργιους, με τους πρωτοπόρους να παίρνουν το εισιτήριο για το τελικό, με τους δεύτερους να πηγαίνουν στο μικρό τελικό.

Αργεντινή – Περού: Ο πιο στημένος αγώνας Μουντιάλ όλων των εποχών

Το 1978, η χτυπημένη από τη δικτατορία Αργεντινή αντιμετώπιζε το Περού, ψάχνοντας ένα… θαύμα για τη πρόκριση στο τελικό. Έχοντας πάρει τη πρόκριση με δύο νίκες (2-1 με Ουγγαρία και Γαλλία) και μία ήττα (1-0 με Ιταλία), θα έπρεπε μαζί με τους Περουβιανούς, να περάσει τα εμπόδια και των Βραζιλιάνων και της Πολωνίας.

Η «Σελεσάο» ήρθε ισόπαλη με τους Σουηδούς, σε ένα παιχνίδι που το φινάλε του θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο μόνο του, έφερε το ίδιο αποτέλεσμα με τους Ισπανούς, όμως έσωσε τη παρτίδα με τους Αυστριακούς τους οποίους και κέρδισε, χωρίς όμως να μπορεί να τους παρεί και τη πρώτη θέση.

Τέλος, το Περού ήταν η έκπληξη του τουρνουά. Κέρδισε το αδύναμο Ιράν και τη μεγάλη Σκωτία των Χάνσεν, Νταλγκλίς και Σούνες, ενώ με την ισοπαλία με τους Ολλανδούς πήρε το εισιτήριο για την επόμενη φάση.

Στη Β’ Φάση, η πρώτη αγωνιστική τελείωσε με τη Βραζιλία να κερδίζει με 3-0 το Περού και την Αργεντινή με 2-0 τη Πολωνία. Το μεγάλο ντέρμπι έληξε με λευκή ισοπαλία, αφήνοντας όλα τα σενάρια ανοιχτά για τη τελευταία αγωνιστική, με τη Βραζιλία να έχει ένα ισχνό προβάδισμα στη διαφορά των γκολ.

Τα παρατράγουδα ξεκίνησαν νωρίς, όταν σε αντίθεση με τον άλλο όμιλο, οι διοργανωτές έβαλαν το παιχνίδι των οικοδεσπότων πιο αργά από το ματς της «Σελεσάο». Η Βραζιλία έκανε τη δουλειά της, με τη νίκη με 3-1 κόντρα στη Πολωνία να σημαίνει ότι η Αργεντινή ήθελε νίκη με τέσσερα γκολ διαφορά απέναντι σε ένα Περού το οποίο χαρακτηριζόταν από τη δυναμική του άμυνα.

Το μεγάλο παιχνίδι δεν ξεκίνησε καλά για την «αλμπισελέστε», αφού οι Περουβιανοί άγγιξαν δύο φορές το γκολ, σημαδεύοντας όμως αμφότερες φορές το δοκάρι. Όταν όμως στο 21′ ο Κέμπες άνοιξε το σκορ, όλα φάνηκε να αλλάζουν, με τους Περουβιανούς να μαρκάρουν ολοφάνερα μόνο με τα μάτια. Μέχρι τη συμπλήρωση των 80′, οι Αργεντίνοι είχαν φτάσει τον δείκτη του σκορ στο 6-0, κλειδώνοντας τη συμμετοχή τους σε έναν τελικό τον οποίο και κέρδισαν, φέρνοντας το τρόπαιο στη χώρα για πρώτη φορά στην ιστορία της.

Ο Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα, δικτάτορας της Αργεντινής, είχε καταφέρει ακριβώς αυτό που ήθελε, αφού έκρυψε πίσω από την τεράστια αθλητική επιτυχία όλες τις δυστυχίες του λαού του από το 1976.

Όλοι είδαν τι συνέβη στο Ροσάριο, όλοι κατάλαβαν ότι το παιχνίδι θα έπρεπε να αναφέρεται στα λεξικά δίπλα από τη λέξη «στημένο». Πολλοί συνέδεσαν με το γεγονός τον τερματοφύλακα των φιλοξενούμενων, Ραμόν Κιρόγα, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Αργεντινή. Αυτό, όμως, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως αφελές, αφού η αμυντική λειτουργεία των Περουβιανών ήταν… ύποπτη στο σύνολό της.

Η ιστορία είχε πολύ περισσότερο βάθος. Πια το πιο πιθανό, έως και σίγουρο, είναι πως το παιχνίδι ήταν μέρος της επιχείρησης «Κονδόρας», του κοινού σεχεδίου δηλαδή των δικτατορικών καθεστώτων της Αργεντινής, Βραζιλίας, Βολιβίας, Παραγουάης, Ουρουγουάης, Χιλής και Περού να απαλλαγούν από αριστερούς αντιφρονούντες.

Ο Τζενάρο Λεντέσμα, πρώην γερουσιαστής του Περού, δήλωσε το 2012 πως «Ο Βιδέλα είχε ανάγκη να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο η χώρα του για να καθαρίσει την άσχημη εικόνα που είχε η Αργεντινή σε όλο τον κόσμο. Οπότε δέχτηκε να συλλάβει και να βασανίσει αυτούς τους άνδρες, μόνο στην περίπτωση που το Περού επέτρεπε στην εθνική ομάδα της χώρας του να θριαμβεύσει».

Τις υποψίες για το στήσιμο του αγώνα επιβεβαίωσαν και οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές. Ο Ρικάρντο Βίλα έιπε πως «Δεν υπάρχει καμια αμφιβολία ότι χρησιμοποιηθήκαμε για πολιτικούς σκοπούς», ενώ ο σκόρερ των δύο εκ των έξι τερμάτων Λεοπόλντο Λούκε ανέφερε πως «Απ’ όσα ξέρω πια, δεν μπορώ να πω ότι είμαι περήφανος για εκείνη τη νίκη. Απλά τότε δεν είχα καταλάβει. Οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαν καταλάβει. Εμείς απλά παίζαμε ποδόσφαιρο».

Ο αθλητισμός ήταν ανέκαθεν όπλο των ολοκληρωτικών καθεστώτων για τη διαφήμιση τους εντός και εκτός συνόρων και η περίπτωση της Αργεντινής τους 1978 είναι μία που πλήγωσε ολόκληρο το παγκόσμιο ποδοσφαιρικό στερέωμα. Η κορυφαία διοργάνωση του πλανήτη αμαυρώθηκε, καθώς έγινε για ακόμη μια φορά παιχνίδι μιας χούφτας διεφθαρμένων πολιτικών.